- Μπορομέο
- Βλ. λ. Βορομαίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη — Μια από τις σπουδαιότερες βιβλιοθήκες του κόσμου, με έδρα το Μιλάνο. Την έχτισε με δικά του έξοδα o καρδινάλιος Φρεντερίκο Μπορομέο (1605) και επιθυμία του ήταν να γίνει η πρώτη προσιτή στο κοινό βιβλιοθήκη της Ευρώπης. Περιέχει ανεκτίμητους… … Dictionary of Greek
Αμβροσιανή Δημοκρατία — (Aurea Republica Ambrosiana).Περίοδος της ιστορίας του Μιλάνου από τις 14 Αυγούστου 1447 έως τις 27 Φεβρουαρίου 1450. Ιδρύθηκε από αριστοκράτες της πόλης (Πιάτι, Λαμπουνιάνι, Μορόνι, Τριβούλτσιο, Μπόσι, Μπορομέο κ.ά.) μετά τον θάνατο του άκληρου… … Dictionary of Greek
Βορομαίος — (Borromeo). Εξελληνισμένο επώνυμο της οικογένειας Ιταλών κληρικών Μπορομέο. 1. Κάρολος (Αρόνα 1538 – Μιλάνο 1584). Άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Ανιψιός του πάπα Πίου Δ’, έγινε καρδινάλιος το 1560, σε ηλικία 22 ετών και το 1564 αρχιεπίσκοπος Μιλάνου … Dictionary of Greek
Κρέσπι, Ντανιέλε — (Daniele Crespi, Μπούστο Αρσίτσιο, περ. 1595 – Μιλάνο 1630). Ιταλός ζωγράφος. Διαμόρφωσε την αντίληψή του για τη ζωγραφική υπό την επίδραση του πατέρα του, Τζοβάνι Μπατίστα Κρέσπι, μολονότι δάσκαλός του υπήρξε ο Τζούλιο Προκατσίνι. Θεωρείται ένας … Dictionary of Greek
Λομπάρντο — (Lombardo). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών γλυπτών και αρχιτεκτόνων που κατάγονταν από την Καρόνα (λίμνη Λουγκάνο) και εργάστηκαν τον 15o και τον 16o αι. 1. Αντόνιο (Antonio, Βενετία 1458; – Φεράρα 1516). Αξιόλογο έργο του ήταν το μεγάλο τζάκι της… … Dictionary of Greek
Ματζόρε, Λίμνη — (ιταλ. Lago Maggiore, γαλλ. Lac Majeur). Λίμνη (212 τ. χλμ.) της βόρειας Ιταλίας και της Ελβετίας. Βρίσκεται πίσω από την αλπική ζώνη στις περιοχές της Λομβαρδίας και της Πιεμόντε· ονομάζεται επίσης και Βερμπάνο (Verbano). Βρίσκεται σε ύψος 193 μ … Dictionary of Greek